- πηδητής
- ο, ΝΑ [πηδώ]αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδάνεοελλ.ζωολ.νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις τής κεντρικής και τής νότιας Αφρικήςαρχ.χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).
Dictionary of Greek. 2013.